Να τα πούμε ακόμη μια φορά;
Είναι η 1635η φορά σε ένα χρόνο που διαβάζω ένα «νέο» κείμενο σε κάποια τοπική ιστοσελίδα. Για 1635η φορά το θέμα είναι το οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας, τα σκληρά μέτρα του Μνημονίου, οι κυβερνητικές επιλογές, οι ευθύνες των πολιτικών, η εξαπάτηση της κοινωνίας και η παγκόσμια συνομοσία που επιβουλεύεται τα λαμπρά επιτεύγματα του σύγχρονου Ελληνισμού και εποφθαλμιά τον τεράστιο πλούτο του υπεδάφους της Ελλάδας. Όλα τα κείμενα έχουν πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές σε στίχους ποιητών και αρχαίων συγγραφέων σε τέτοια βαθμό, μάλιστα, που τις περισσότερες φορές είναι σαν οι συντάκτες να μαλώνουν εμάς τους αναγνώστες για το πώς τολμήσαμε να ξεχάσουμε αυτά τα μεγάλα διδάγματα και να αγνοήσουμε τη συμπυκνωμένη γνώση. Τελευταία υπάρχει και καμμιά ντουζίνα από συνδικαλιστικά κείμενα που εξαίρουν τους αιματηρούς αγώνες των εργαζομένων στη ΔΕΗ κατά την τελευταία τριακονταετία, μας υπενθυμίζουν την μεγάλη επιχειρηματική αξία της ΔΕΗ και έχουν βαλθεί να μας καρφώσουν στο μυαλό μας ότι, αυτός ο μεγάλος οργανισμός, δεν είναι για πώληση.
Στο τέλος του 1635ου κειμένου και, μετά από μια ανασκόπηση των ιδεών των προηγούμενων 1634ων κειμένων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, σαν κοινωνία, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα τί συμβαίνει στη χώρα, πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση, τί μπορεί να γίνει αλλά, κυρίως, σαν κοινωνία είμαστε ταγμένοι στη βόλεψή μας, στο πώς θα εξαπατήσουμε το κράτος, στην εξασφάλιση εισοδημάτων χωρίς να μας ενδιαφέρουν οι πηγές ή η απαιτούμενη εργασία και αναδύουμε μια αριστερίζουσα μπόχα του 19ου αιώνα που τρυπάει την οποιαδήποτε «αναπτυξιακή συλλογική όσφρησή” μας. Μερικές φορές είναι σαν να μυρίζω το δωμάτιο του Μαρξ και εκείνη τη μυρωδιά από την απεριποίητη και βρώμικη γενειάδα του.
Φαίνεται ότι, σαν κοινωνία, ακόμη και μετά από την αποδοχή του Μνημονίου από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ως επιλογή της εθνικής στρατηγικής, έχουμε αποτύχει να αποδεχτούμε, αν όχι να αντιληφθούμε, ότι η Ελλάδα προσέτρεξε στο μηχανισμό του Μνημονίου για έναν και μοναδικό λόγο: δεν μπορούσε να δανειστεί χρήματα για να αποπληρώσει τις βραχυπόθεσμες υποχρεώσεις της (μισθούς, συντάξεις, δάνεια). Ασχετα αν ήταν η μοναδική ή όχι επιλογή, η καλλίτερη ή όχι, με αποδεκτούς όρους ή μη, η Ελλάδα ακολούθησε αυτό το δρόμο. Ζήτησε από το ΔΝΤ και την ΕΕ χρήματα. Μόνο που αυτή τη φορά οι δανειστές, αυτοί οι κακοί και στυγνοί δανειστές, κατάλαβαν ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα τους εξαπατούσε δίνοντας παραποιημένα στοιχεία. Συμφώνησαν να προχωρήσουν στη δανειοδότηση με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει κάποιες ενέργειες για να εξασφαλισεί ότι θα ορθοποδήσει στα επόμενα χρόνια. Τα κεφάλαια που χορηγήθηκαν δεν είναι ιδιωτική επένδυση. Είναι χρήματα φορολογούμενων πολιτών, τα οποία, αυτή η δαιμονική τρόικα, η οποία, κατά πολλούς, έχει βάλει στο μάτι το σύγχρονο ελληνισμό της αρπαχτής, του άρπα-κόλλα, της άκοπης εργασίας, της καλοπέρασης, της ασυδοσίας και της κατάλυσης των νόμων, απλά, θέλει να εξασφαλίσει ότι θα επιστραφούν. Αυτή είναι η καπιταλιστική συμπεριφορά της, η στυγνή εξοντωτική πολιτική της, η μεγάλη συνομοσία.
Επίσης, φαίνεται ότι, σαν κοινωνία, συμπεριφερόμαστε τελείως ανεύθυνα. Κατηγορούμε τους άλλους για τα προβλήματά μας, ντόπιους και του εξωτερικού. Δε μας περνάει από το μυαλό μας, η εθνική μας υπερηφάνεια αδυνατεί να αποδεχτεί, αδυνατεί να αμφισβητήσει το συλλογικό μας «εγώ», αρνείται να αναρωτηθεί μήπως η ευθύνη της συσσώσευρης δανείων και ελλειμάτων οφείλεται στη συμπεριφορά της κοινωνίας. Όπως και να ερμηνεύσει κανείς τα γεγονότα, ότι διάσταση και να δώσει, λίγοι διαφωνούν ότι από τη δεκαετία του 1980 οι παροχές προς τους αυξανόμενους δημοσίους υπαλλήλους είτε μέσω των, ακόμη και από τους τίτλους, εξοργιστικών επιδομάτων -επίδομα προπελάς, μεταφοράς φακέλου, φαξ, πλυσίματος χεριών, προθέρμανσης αυτοκινήτου, έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία- είτε μέσω των αθρόων προσλήψεων, είτε μέσω του κυκεώνα παροχών μισθού από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε μέσω της ετήσιας αναπροσαρμογής μισθού χωρίς να αλλάξει τίποτα στην παραγωγική διαδικασία, δημιούργησαν μια αέναη ανάγκη για εξεύρεση χρημάτων για την ικανοποίησή τους. Είτε χρησιμοποιήσει κάποιος τα greek statistics είτε όχι, οι δαπάνες για μισθοδοσία, φανερής, συγκαλλυμένης, δίκαιης ή άδικης, αντιστοιχεί στο 70% των ετήσιων εξόδων του κράτους. Το 20% των εξόδων αφορά πληρωμή δανείων και τόκων και το υπόλοιπο 10% αντιστοιχεί στην κρατική ανάπτυξη. Σε αυτό το 10% περιλαμβάνεται η οποιαδήποτε διασπάθιση χρημάτων από τους πολιτικόύς ή τους φίλιους εργολάβους τους.
Από τα 10 ευρώ που ξοδεύει το κράτος, τα 7 ικανοποιούν απαιτήσεις (μισθοί και συντήρηση) της στρατιάς των εργαζομένων σε ολόκληρο το Δημόσιο και, μάλιστα, χωρίς οι πολίτες να απολαμβάνουν υπηρεσίες. Αυτός ο στρατός δημοσίων υπαλλήλων, που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει ακριβώς πόσους αριθμεί, δεν προέκυψε από τις πραγματικές ανάγκες του κράτους. Ήταν συσσωρευτικό αποτέλεσμα μιας αυτοσυντηρούμενης πολιτικής πραγματικότητας. Οι ψηφορόφοι πλειοδοτούσαν την εκλογική ψήφο τους σε αυτόν που μπορούσε να τους εξασφαλίσει περισσότερες δουλειές με το δημόσιο-είτε μέσω πρόσληψης, είτε μέσω εμπορικών συνναλαγών- και, από τη μεριά τους οι πολιτικοί ενεργούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους για να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Με τα χρόνια αυτό έγινε εθιμική συμπεριφορά της κοινωνίας και των πολιτικών. Γενιές έχουν ανατραφεί με την αντίληψη ότι αν διοριστείς στο δημόσιο τα προβλήματά σου τελείωσαν. Δεν πρόκειται να απολυθείς, δεν πρόκειται να δουλεύεις, θα απολαμβάνεις μισθό «βρέξει-χιονίσει» και, απλά, θα περιμένεις να βγεις στη σύνταξη. Αυτές οι γενιές έχουν εμποτιστεί με την ιδέα ότι θα πρέπει να «δουλέψεις» πολύ σκληρά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα διότι…αξίζει. Πρέπει να βρεις τις «συμμαχίες». Σε οποιαδήποτε έκφανση της κοινωνικής ζωής που εμπλέκεται το δημόσιο, ολόκληρη η κοινωνία σκέφτεται πώς θα εξαπατήσει το δημόσιο-από το να πάρει ένα πιστοποιητικό μέχρι να καρπωθεί επιδοτήσεις, επιδόματα, συντάξεις. Σήμερα που η πραγματοποίηση αυτού του οράματος, αυτού του greek dream, έχει οδηγήσει το κράτος σε αδιέξοδο, η κοινωνία αναζητά υπεύθυνους και, φυσικά, τους βρίσκει στο πρόσωπο των πολιτικών. Πρόκειται για μια συντηρητική, οφελιμιστική, κακομαθημένη κοινωνία που κάνει σαν παιδί όταν σπάει το βάζο: «Δεν το έκανα εγώ, αυτός…». Σαν παιδί βγαίνει στους δρόμους, καταστρέφει περιουσίες, απαιτεί το χαρτζιλίκι του από το γονέα-δηλ. απαιτεί τα κεκτημένα επιδόματα από το κράτος- χωρίς να πάει να δουλέψει. Πολλοί υποστηρίζουν ότι φταίνε οι πολιτικοί διότι αυτοί διαμορφώνουν την κοινωνία. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι κοινωνίες έχουν ηγέτες και όχι οι ηγέτες κοινωνίες. Δεν υπάρχουν αθώες κοινωνίες και ένοχοι πολιτικοί. Αυτή η κοινωνία, λοιπόν, είναι εξοργισμένη με αυτούς που ικανοποιούσαν τα θελήματά της δεκαετίες τώρα, θέλει να γιαουρτώσει τους πολιτικούς και να τους στείλει σπίτι τους. Εκείνο, όμως, που προκαλεί τρόμο είναι ότι η κοινωνία δεν αναζητά πολιτικούς με νέες προτάσεις αλλά πολιτικούς που δε θα τη μαλώσουν αλλά θα τη χαϊδέψουν, θα συνεχίσουν να προσφέρουν το αδούλευτο χαρτζιλίκι. Έχουμε, συνεπώς,πρόβλημα κουλτούρας, φιλοσοφίας και νοοτροπίας.
Αυτήν την κουλτούρα κουβαλάει και το συνδικαλιστικό κίνημα της ΔΕΗ. Δεν υπάρχει ανακοίνωση, κείμενο ή μήνυμά του που να μην εξαίρει τους αγώνες των εργαζομένων και, κυρίως, τις κατακτήσεις τους. Κανείς δεν αμφισβητεί τίποτα από τα δύο. Εκείνο που αμφισβητείται είναι κατά πόσο αυτές οι κατακτήσεις, που, κυρίως, μεταφράζονται σε επιδόματα, μισθούς, άδειες και ειδικές συμπεριφορές, μπορούν να συνταιριάξουν με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της χώρας. Σε κάθε ιδέα ιδιωτικοποίησης οι εργαζόμενοι(;;), μέσω των συνδικαλιστών, εξεγείρονται με το βαρύγδουπο σύνθημα ότι η ΔΕΗ δεν είναι για πώληση. Ας προσπαθήσει να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα: «-Ποιος, νομίζετε, ότι θέλει να την αγοράσει;». Επειδή η ΔΕΗ έχει αποκλειστικότητα σε κάποια αγορά και πρόσβαση σε παραγωγικούς πόρους δε συνεπάγεται, αυτόματα, ότι αποτελεί, επενδυτικά, ενδιαφέρουσα επιλογή. Ποιος επιχειρηματίας θα τοποθετούσε τα χρήματά του, αυτά τα διαβολικά χρήματα, σε μια επιχείρηση στην οποία οι εργαζόμενοι, όποτε θεωρούν στη δική τους πραγματικότητα ότι θίγονται ή δεν ικανοποιούνται τα αιτήματά τους, θα μπορούν να κατεβάζουν τους διακόπτες ή να μην πηγαίνουν στη δουλειά; Αυτή είναι περίεργη αντίληψη για τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Η υπόθεση ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ μπορεί να καταλήξει όπως την αντίστοιχη της Ολυμπιακής Αεροπορίας, λίγα χρόνια πριν. Το κράτος πουλούσε αλλά οι αγοραστές μετρούσαν τα άστρα…