Τεστ για υποψήφιους δημάρχους, νομάρχες και πολιτευτές
Η περίοδος των εκλογικών αναμετρήσεων δεν είναι μακριά και τα μεγάλα κόμματα έχουν, ήδη, μπει στη διαδικασία προετοιμασίας τους. Μαζί με αυτά και οι ψηφοφόροι αρχίζουν να αναρωτιούνται, ακόμη δειλά αλλά όσο περνάει ο καιρός αισθητά, ποιόν σχηματισμό και πρόσωπο θα επιλέξουν για τον θεσμό του δημάρχου και του νομάρχη και ποιους υποψήφιους συμβούλους θα «τιμήσουν» με τη ψήφο τους. Φυσικά η επιλογή τους δε θα γίνει από μηδενική βάση αφού «… η δημοκρατία και οι θεσμοί της λειτουργούν στη χώρα μας και τα έργα επιτρέπουν στον κάθε πολίτη να αντιληφθεί ποιος είναι ικανός και ποιος όχι», όπως πληκτικά, χαρακτηριστικά και ξύλινα επαναλαμβάνει κάθε πολιτικός μόλις βρεθεί σε τηλεοπτικές εκπομπές, παράθυρα ή δημοσιογραφικά μικρόφωνα.
Αυτή η προηγούμενη δραστηριότητα είναι που, θεωρητικά και ιδανικά, εκτιμάται από τους πολίτες λίγο πριν οδηγηθούν στις κάλπες. Πολλοί θα ήθελαν να είναι πραγματικότητα η αντικειμενική αξιολόγηση βάσει έργων και ικανοτήτων αλλά όλοι, επίσης, συμφωνούν ότι αυτή η στάση δεν είναι ρεαλιστική. Αντίθετα, οι πολίτες ψηφίζουν με κριτήρια συναισθηματικά, προσωπικά και με βάσει την ελπίδα του ίδιου οφέλους μελλοντικά.
Παρόλ’ αυτά, ακόμη κάποιος μπορεί να θέσει κάποια τεστ στους υποψήφιους δημάρχους και νομάρχες για να αποκτήσει μια σχετικά αποστασιοποιημένη και αποφόρτισενη άποψη για την αξία και την ικανότητά τους. Η προσέγγιση πρέπει να έχει δυο διαστάσεις: της προσωπικότητας και του έργου. Χαρακτηριστικά της πρώτης διάστασης θα πρέπει να είναι το όραμα για την πόλη (ή την ευρύτερη περιφέρεια) σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και απεξαρτοποιημένο από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Ταυτόχρονα, το πρόσωπο θα πρέπει να είναι αποδεκτό από σημαντικές κομματικές δομές. Ουσιαστικά, χρειάζεται ένας βαθμός κομματικού βιογραφικού χωρίς τα βαρίδια της τυφλής και άκριτης αποδοχής κομματικών αποφάσεων. Τέλος, κρίσιμα στοιχεία θεωρούνται η συστράτευση της προσωπικής φιλοδοξίας με την πρόοδο του τόπου, η απουσία του ψώνιου της εξουσίας και η προθυμία να «επιστρέψει σπίτι του» ή στην εργασία του μετά από ένα λογικό χρονικό διάστημα για να επιτραπεί σε νέες ιδέες από νέους, όχι μόνο ηλικιακά, ανθρώπους να βρουν διέξοδο, χώρο και κοινό.
Ως προς το έργο, η αξιολόγηση μπορεί να λάβει χώρα μόνο συνεκτιμώντας προηγούμενες δραστηριότητες του υποψήφιου προσώπου. Είναι, φυσικά, πολύ βοηθητικό ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να δει κανείς ήδη έργο που έχει παραχθεί στους ίδιους ή σε συναφείς τομείς δημοτικού ή, αντίστοιχα, νομαρχικού ενδιαφέροντος. Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει το σύνολο των έργων που έχουν ολοκληρωθεί σε σχέση με τη χρονική διάρκεια της θητείας και του ελέγχου της εξουσίας, το σύνολο των έργων που έχουν προταθεί συνοδευόμενα από σοβαρές μελέτες και αναλύσεις, τη διαχρονικότητα των έργων σε σχέση με το όραμα του δημάρχου για την πόλη και, αντίστοιχα, του νομάρχη, την κοινωνική ευαισθησία που εκφράζουν τα έργα και τον βαθμό της κοινωνικής αποστολής που αυτά εξυπηρετούν. Ως συμπλήρωμα στο τελευταίο, έρχεται ο συνεπής υπολογισμός και η στάθμιση της αποστολής με το οικονομικό και, σε πολλές περιπτώσεις αναπόφευκτο, κοινωνικό κόστος. Αποτελεί κεντρικής σημασίας επιλογή αν θα πρέπει να επιβαρυνθούν τα οικονομικά του Δήμου ή της Νομαρχίας με τη συμμετοχή σε έργα αμφισβητήσιμης αναγκαιότητας, αποτελεσματικότητας και οφέλους ή η σύναψη δανείων για να καλυφθούν προηγούμενες οφειλές ή να χρηματοδοτηθούν ανεπαρκώς τεκμηριωμένες δραστηριότητες.
Κεντρικής, επίσης, σημασίας είναι και η στάση των ψηφοφόρων απέναντι στις υποψηφιότητες, κυρίως, ως προς την εξασφάλιση ισορροπίας στην προσωπικής τους γνωριμία και την επιθυμία τους για την πορεία της πόλης. Δυστυχώς, σε τοπικό επίπεδο, η αντικειμενικότητα στην επιλογή αποτελεί κάτι το εξωπραγματικό, γι’ αυτό και η κατεστημένη αλαζονική συμπεριφορά δεν σπανίζει αλλά, αντίθετα, κάνει συνένοχους και υποστηρικτές της τους πολίτες.