Ο Κεϋνς αναστήθηκε…και εμείς κάνουμε τα σαράντα του
Η επικαιρότητα, με την άσχημη κατάσταση στα δημοσιονομικά της Ελλάδας, και, κατ’ επέκταση με τις οικονομικές πιέσεις να εμφανίζονται, σιγά σιγά, στην κοινωνία, δίνει αφορμεί ώστε να εκφράζεται θρίαμβος νίκης πάνω στη συντριβή του νεοφιλελευθερισμού και τη δικαίωση των επιλογών της κεϋνσιανής επιρροής στο σοσιαλιστικό κράτος.
Οι εκτιμήσεις αυτές, κάποιες φορές, εξυπηρετούν πολιτικές επιδιώξεις, αλλά τις περισσότερες φορές οφείλονται σε παρερμηνεία της θεωρίας και της πρακτικής του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αναφέρεται «…ούτε σε μια αγορά χωρίς κανόνες», «…ούτε στην κατάργηση κάθε μέσου προστασίας του πολίτη απέναντι στις επιχειρήσεις»1. Σε γενικές γραμμές, εκείνο που υποστηρίζει η θεωρία είναι η απουσία του κρατικού παρεμβατισμού στις σχέσεις ατόμων μεταξύ τους και στις σχέσεις ατόμων και επιχειρήσεων, καθώς και ο σεβασμός της ελευθερίας του ατόμου. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πολίτης δεν προστατεύεται απέναντι στην απάτη υπαλλήλων, ατόμων ή επιχειρήσεων, ούτε ότι στην αγορά δεν υπάρχουν κανόνες. Αντίθετα, η παρέμβαση του κράτους έχει σαν αντικείμενο την εξασφάλιση της λειτουργίας των κανόνων συναλλαγών, της αξιοπιστίας του περιβάλλοντος δράσης ατόμων, του σεβασμού της ατομικής ελευθερίας. Σημαίνει λιγότεροι φόροι και μικρότερο αλλά πιο ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος.
Όλες οι κατακτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, για τις οποίες συνδικάτα, αριστερά, κυρίως, κόμματα, και πολιτικοί του σκληρού πυρήνα των σοσιαλιστικών κομμάτων, κόπτονται, χάνουν την ψυχραιμία τους και καλούν σε «πόλεμο», όπως είναι η δωρέαν υγεία και παιδεία, η εξάλειψη της παιδικής εργασίας, η συνταξιοδότηση εργαζομένων, τα επιδόματα ανεργίας, προήλθαν, καθαρά, από τεχνολογικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αύξηση του «πλούτου» (όχι μόνο των χρημάτων) των ατόμων και των κρατών. Οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν δωρέαν στην πραγματικότητα. Τα κράτη έπρεπε να χρηματοδοτήσουν αυτές τις αλλαγές. Αυτή η τεχνολογία αναπτύχθηκε, δοκιμάστηκε, κάποιες φορές απέτυχε, από ιδιώτες-αυτούς τους ιδιώτες, που ανήκουνε στην διαβολική, για την Ελλάδα, ομάδα των επιχειρηματιών- και εξασφάλισε χρήματα στα κράτη μέσω της φορολογίας των κερδών. Επομένως, οι «κακοί» επιχειρηματίες, μέσω του «κολασμένου» κέρδους, το οποίο φορολογείται, δημιουργούσαν συνθήκες ικανές προς ευημερία στους εργαζομένους, στα κράτη και στις κοινωνίες και όχι τα κράτη, αυτά καθ’ αυτά, ως νομικές και διοικητικές υποστάσεις.
Ο κρατικός παρεμβατισμός του θεοποιημένου και δημοφιλούς Κεϋνς, μετέτρεψε το κράτος σε επιχειρηματία που έπρεπε να υποστηρίζει την αγορά και να φροντίζει για τη συνέχιση όλων εκείνων των κατακτήσεων. Αυτά, όμως, απαιτούν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, χρήματα. Το κεϋνσιανό, λοιπόν, κράτος πρέπει να βρίσκει όλο και περισσότερα χρήματα, αφού ούτε καλός επιχειρηματίας αποδεικνύεται, ούτε σεβασμό στα κεφάλαια που διαθέτει έχει, ούτε αποτελεσματική διαχείριση κάνει-και όλα αυτά χωρίς να προσθέσει κανείς την πολιτική. Η σημαντική παρουσία του κράτους στην αγορά, η διόγκωση του δημόσιου τομέα, η αναποτελεσματική διαχείριση συντηρείται από φόρους ή από δανεισμό. Οι φόροι, λόγω της κρατικής παρεμβατικής δομής της αγοράς, μπορούν να προκύψουν μόνο μέσα από την κατανάλωση-και η τελευταία, όταν δεν υπάρχει επαρκής παραγωγή, μπορεί να συντηρηθεί μόνο με την πίστωση-δηλαδή με το χρέος.
Αυτή η εικόνα είναι που εμφανίζεται σήμερα με τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Φορολογία εισοδημάτων, αύξηση του ΦΠΑ, εξώθηση στην κατανάλωση ώστε να μην υπάρξη αποταμίευση, μέσω του ανείποτου μέτρου της εξαντλητικής συγκέντρωσης αποδείξεων, πίεση στις τράπεζες για αύξηση των καταναλωτικών δανείων, διαρκής απελπισμένος δανεισμός και μια δημόσια διοίκηση που δεν αγγίζει κανείς τις υπο-επιδόσεις, τη δυσλειτουργία της και την πολυπλοκότητά της. Πρόκειται, δηλαδή, για μια αμιγώς κεϋνσιανή αντίληψη της οικονομίας και για μια σκληροπυρηνική πρακτική της κεϋνσιανής θεωρίας, που ούτε καν υποψιάζεται τις μακροχρόνιες συνέπειες της αύξησης της ανεργίας, της αναδιανομή ανθρώπων και όχι πλούτου και της εξοντωτικής φορολογικής επιβάρυνσης της μεσαίας τάξης και, ιδιαίτερα, των πολιτών της μεσαίας τάξης που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες.
Ο Κεϋνς, λοιπόν, όχι μόνο δεν είναι νεκρός στν Ελλάδα και στην Ευρώπη αλλά, μάλλον, αναδεικνύεται σε μεγάλο pop star της σύγχρονης οικονομικής σκηνής.
——–
1 Προτάσεις από το κείμενο του κ. Τ. Παπαθανασίου, «Ευρώπη: Ο Κευνς πέθανε, ζήτω ο Άνταμς» που δημοσιεύτηκε στο http://www.kozan.gr, στις 05/03/2010