Ευρωπαϊκό Σύνταγμα: Υπέρ ή Κατά;
Μερικές εβδομάδες πριν ο δικηγορικός σύλλογος οργάνωσε μια εκδήλωση σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Ο προβληματισμός, κατά την αφίσα της εκδήλωσης, στρεφόταν γύρω από το κατά πόσο οι πολίτες θα πρέπει να είναι Υπέρ ή Κατά, δεδομένου ότι αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό θέμα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Σύντομα θα κληθούν τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια να εγκρίνουν ή να απορρίψουν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Αρχικά, το σλόγκαν που χρησιμοποιήθηκε -υπέρ ή κατά- δημιουργεί το αίσθημα του επείγοντος και της αναγκαιότητας να τοποθετηθεί κανείς με απόλυτο τρόπο. Προτρέπει και εκβιάζει την απόφαση να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί. Ίσως να υπάρχει κάποια λογική στην στάση αυτή αν αναλογιστεί κανείς ότι, στην παρούσα χρονική περίοδο της εξέλιξης των διεργασιών σχετικά με το σύνταγμα, οι χώρες, οι πολίτες και οι πολιτικοί μόνο μια από τις δυο θέσεις μπορούν να επιλέξουν. Μάλλον έχει περάσει το στάδιο του προβληματισμού για τις κατευθύνσεις του συντάγματος.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν δυο αξιόλογοι άνθρωποι, ακαδημαϊκοί και οι δυο αλλά και ενεργοί πολιτικά, στην θέση των σχολιαστών του συντάγματος. Ο καθένας είχε αναλάβει μια ξεκάθαρη θέση από την αρχή- ο ένας ήταν κατά και ο άλλος υπέρ- και οι ανέπτυξαν ένα ζωντανό διάλογο-αντιπαράθεση σχετικά με το σύνταγμα. Τα επιχειρήματα και των δυο θέσεων αποτέλεσαν βάση για προβληματισμό παρά τις σαφείς και ξεκάθαρες επιρροές από τις διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες των ομιλητών. Ουσιαστικά, η αντιπαράθεση ήταν μεταξύ της αριστερής κριτικής του συντάγματος ή, καλύτερα, του νομικίστικου σκαριφήματος των δικηγόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της σύγχρονης σοσιαλιστικής αντίληψής του.
Ο ομιλητής που είχε αναλάβει την υπεράσπιση του ‘κατά’ υποστήριξε ότι το σύνταγμα δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό γιατί τοποθετεί την οικονομία πάνω από την πολιτική. Αυτό είναι και το διαφορετικό σε σχέση με παλαιότερες αποφάσεις και νόμους της Ε.Ε. Στην πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη το γεγονός αυτό. Η ανθρώπινη ιστορία δείχνει ότι οι περίοδοι της ανθρωπότητας, φεουδαρχική, αγροτική, βιομηχανική, είναι θεμελιωμένες γύρω από την έννοια της οικονομίας. Στο πραγματιστικό σύστημα που ζει ο άνθρωπος τα τελευταία 500 χρόνια οι δομές είναι, πρωτίστως, οικονομικές, δημιουργώντας κοινωνικά πλέγματα εξαρτώμενα από τον παράγοντα ισχύος σε κάθε περίοδο -στην αγροτική εποχή, η εκμετάλλευση της γης αποτελούσε το κεντρικό σημείο της οικονομίας δημιουργώντας, παράλληλα, και το αντίστοιχο κοινωνικό οικοδόμημα με τους αγρότες και τους ακτήμονες. Οικονομία και κοινωνία δημιουργούν την πολιτική με επίκεντρο το κράτος ή την πολιτεία. Με το πέρασμα των χρόνων, οι αλληλοεξαρτήσεις των τριών αυτών δομών έχουν γιγαντωθεί κατά την ευθεία και ανάστροφη σχέση με αποτέλεσμα το πλέγμα αυτό να ανατροφοδοτείται, να συντηρείται και να εξελίσσεται ως σύστημα. Έτσι, στην αγροτική οικονομία, η πολιτική, ανεξάρτητα αν κοιτούσε περισσότερο προς την μια ή την άλλη πλευρά, περιστρεφόταν γύρω από τους αγρότες και τους ακτήμονες, κάτω από τις δεδομένες οικονομικές και κοινωνικές τους σχέσεις. Κατά ανάλογο τρόπο, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι η επιβολή της οικονομίας πάνω από την πολιτική είναι καινούργιο φαινόμενο ή ότι θεσμοθετείται μια τέτοια εξάρτηση-ίσως, η συνταγματοποίηση να είναι πιο εύστοχη περιγραφή. Όταν μια σοσιαλ-φιλελεύθερη κυβέρνηση νομοθετεί με σκοπό την προσέλκυση αγοραστών για τις δημόσιες επιχειρήσεις, ουσιαστικά, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τις συγκεκριμένες οικονομικές δομές.
Είναι σίγουρο ότι ο σοσιαλ-φιλελευθερισμός δεν καταφέρνει να δώσει λύσεις. Είναι βέβαιο ότι η αριστερά είναι ανεπαρκής. Επίσης, είναι γεγονός ότι τα κοινωνικά προβλήματα -εργασία, ασφάλιση, επιχειρηματικότητα, παιδεία, επιρροές παγκοσμιοποίησης, εθνική ταυτότητα- συσσωρεύονται και φτάνουν σε κατάσταση κορεσμού. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει χρόνος για να αναλυθούν τα γεγονότα μόνο κάτω από το πρίσμα των ιδεολογιών, διότι είναι πιθανόν να γεννηθεί διαφωνία για την ύπαρξη και τις ρίζες αυτών των ίδιων των γεγονότων. Η αναγκαιότητα για λύσεις και διεξόδους τοποθετεί τις ιδεολογίες σε δεύτερο πλάνο, λίγο πιο δίπλα, ενισχύοντας την πολιτική των «μέσων» σε βάρος της πολιτικής των «ιδεολογιών». Με τις σκέψεις αυτές, ο προβληματισμός της εκδήλωσης –υπέρ ή κατά- μπορεί να ταυτιστεί με το κατά πόσο το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δίνει διεξόδους για την επεξεργασία και εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα.