Επιστολή O2
Αγαπητή Σύνταξη,
ή καλλίτερα να χρησιμοποιήσω την προσφώνηση «Αγαπητή Υπεύθυνη Σύνταξης», γιατί διαφορετικά ακούγεται σαν απεγνωσμένη επιστολή μελλοντικού συνταξιούχου προς τις αποδόσεις σημερινών ασφαλιστικών εισφορών,
έπεσε στα χέρια μου η έκδοσή σας και θα ήθελα να συντονιστώ με το έντυπο στην πρόσκληση που απευθύνετε κάτω από τον τίτλο «Αντίλογοι, μονόλογοι, διάλογοι» καταγράφοντας μερικές σκέψεις μου.
Η προεκλογική μάχη για τους θώκους της τοπικής αυτοδιοίκησης συνεχίζεται και εντείνονται οι προσπάθειες από και προς κάθε κατεύθυνση για την αποδοτικότερη μέθοδο πειθούς και εναγκαλισμού των πολιτών. Οι διαδικασίες συνοδεύονται από πολλές απρόσμενες, πλην, όμως, ευπρόσδεκτες, εκπλήξεις μικρής και μεγάλης κλίμακας με σημαντικότερη την αποκάλυψη του σχεδίου χρηματισμού σημαντικών μηχανισμών της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Στη δίνη των συνεπειών βρέθηκε πληθώρα πολιτικών παραγόντων που προέρχονται τόσο από το βουλευτικό και υπουργικό επίπεδο όσο και από την τοπική αυτοδιοίκηση. Η σημαντικότερη «τοπική εμπλοκή» είναι αυτή του κ. Ψωμιάδη.
Το εντυπωσιακό με τον κ. Ψωμιάδη δεν είναι η σχέση του με τους κατηγορούμενους για τον χρηματισμό. Εθελοτυφλούμε και, ίσως, υπονομεύουμε την εξέλιξη της κοινωνίας μας αν πιστεύουμε ότι ο Πανάγος, η συζυγική εταιρία catering, ο 38χρονος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κατοχή θέσεων που ο αριθμός τους λησμονείται ακόμη και από τους ίδιους τους κατόχους είναι φαινόμενο της γαλάζιας διακυβέρνησης. Είναι αλήθεια ότι τώρα γίνεται ιδιαίτερα άκομψα, όμως, αυτό το φαινόμενο, που αποτελεί έκφανση της διαφθοράς, έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνία μας και διατρέχει όλο το φάσμα του ψυχολογικού μηχανισμού του Έλληνα, από το υποσυνείδητό του μέχρι το εμφανώς συνειδητό σκέφτεσθαι και πράττειν. Πλέον δεν έχει νόημα να ρωτάμε ποιος ευθύνεται για τη διαφθορά, εκτός από τις προφανείς διευκολύνσεις που παρέχει το ερώτημα στους κομματικούς επικοινωνιακούς χειρισμούς. Είναι σημαντικό να αναζητήσουμε τρόπους αλλαγής της συμπεριφοράς μιας ολόκληρης κοινωνίας, να επαναπρογραμματίσουμε τον τρόπο που βλέπουμε την ύπαρξή μας και το μέλλον της μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα.
Εκείνο που εντυπωσιάζει με τον Νομάρχη είναι ο καταπληκτικά λαϊκιστικός τρόπος που χειρίζεται το θέμα της φιλίας του με τον κύριο Αναγνωστόπουλο. Δεν χάνει ευκαιρία να εκθέτει την αστοχία του συστήματος να εντοπίσει τις παράνομες δραστηριότητες του φίλου του «…πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο», όπως λέει. Όμως, έτσι λειτουργούν όλα σχεδόν τα πράγματα. Οι καρποί δεν εμφανίζονται ξαφνικά στα 3 μέτρα από το έδαφος αλλά, για πολλά χρόνια, αναπτύσσεται ο κορμός, τα κλαδιά, τα φύλλα για να υποστηρίξουν τον καρπό. Την ίδια στιγμή, ο Νομάρχης επικαλείται τον λαό του, εννοώντας τους ψηφοφόρους του, και το ποσοστό που συγκέντρωσε στις προηγούμενες εκλογές. Η συμπεριφορά του υπονοεί ότι το ποσοστό αυτό τον τοποθετεί πιο πάνω από διαδικασίες ελέγχου και τάξης και θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα, ή την αξίωση, να ορίζει ο ίδιος ποια στοιχεία είναι ικανά να αποδείξουν γκρίζες σχέσεις και επαφές. Για παράδειγμα, πολλοί δημοσιογράφοι την προηγούμενη εβδομάδα, έδειχναν στον Νομάρχη έγγραφα υπηρεσιών της Νομαρχίας σχετικά με αναθέσεις και διορισμούς και ο ίδιος, στα τηλεοπτικά παράθυρα, ζητούσε να του παραθέσουν σοβαρά στοιχεία, κάνοντας σαφές ότι μπροστά στη θεοποίησή του από το εκλογικό ποσοστό οι ίδιες οι υπογραφές του δεν έχουν καμία αξία. Πρόκειται για εκρηκτικό μείγμα θράσους, πανικού, δύναμης της εξουσίας και αδυναμίας αντιπολίτευσης και ελέγχου. Βέβαια η συμπεριφορά αυτή δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Νομάρχη μόνο αλλά το συναντά κανείς πολύ συχνά στον πολιτικό κόσμο. Ίσως, όμως, λόγω της φύσης και θέσης του Νομάρχη, να μας γίνεται πιο εύκολα και έντονα αντιληπτό.
Οι σκέψεις μας δεν πρέπει να σταματήσουν στα πρόσωπα μόνο. Ξεκινούν από αυτά και συναντούν αυτό που ονομάζουμε λαό και κοινωνία. Η ανάδειξη των «Πανάγων», η αναδυόμενη διαφθορά και, γενικότερα, η υπάρχουσα σχέση εμπιστοσύνης πολιτών-κομμάτων αντικατοπτρίζει την ποιότητα της ίδιας της κοινωνίας, και, κλείνοντας τον κύκλο, των ίδιων των πολιτών. Κάθε μέρα προβάλλεται ως υπέρτατο ελληνικό όνειρο το βόλεμα, η ικανοποίηση της ψυχολογική ανάγκης της αυτολύπησης του λαού μας, ο κατατρεγμός της μόνιμης αδικίας από κάποιους άλλους. Μου είναι αδύνατο να μην συμπεράνω ότι σε όλα τα επίπεδα μας κυβερνούν αυτοί που μας αξίζουν, ότι το μορφωτικό μας επίπεδο, όχι η πανεπιστημιακή κατάρτισή μας, είναι πολύ χαμηλό και στην νεοελληνική ζωή η δεισιδαιμονία αποκτά όλο και μεγαλύτερη έκταση.
Οι κοινωνίες χρειάζονται τη δημοκρατία για να ευημερήσουν και η δημοκρατία απαιτεί πολίτες αριστείας, μορφωμένους, καλλιεργημένους για να λειτουργήσει. Σήμερα δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι συμβαίνει αυτό ή ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μας είναι υψηλή-σίγουρα είναι, όμως, περισσότερο αντιπροσωπευτική των πολιτών της. Και με αυτό το υπόβαθρο αναρωτιέμαι ποιο όραμα συνοδεύει αυτούς που διεκδικούν την ψήφο αυτών των πολιτών, ποια κίνητρα τους δίνουν «το θέλω και μπορώ να παλέψω στον πολιτικό στίβο».
Ευχαριστώ για την φιλοξενία,
Ιωάννης Κουράκλης