Διαπλοκή: Πολιτικό ή Κοινωνικό Φαινόμενο;
Το τελευταίο θέμα που σχεδόν μονοπωλεί την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα είναι η διαφθορά και η φυσική συνέπειά της η διαπλοκή. Λειτουργούν σαν φαντάσματα πάνω από την ελληνική πραγματικότητα. Ίσως η περιγραφή να μην είναι ακριβής. Η διαφθορά δεν βρίσκεται μόνο πάνω από τον κοινωνική βιο υπό την μορφή πέπλου που τον επισκιάζει. Βρίσκεται μέσα στην ελληνική καθημερινή ζωή, έχει γίνει, πλέον, εγγενής ιδιότητά της, σε βαθμό που τον καθοδηγεί. Όλοι αναγνωρίζουν την ύπαρξη των μηχανισμών διαφθοράς και διαπλοκής, τους βιώνουν σε κάθε βήμα, είναι εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες τους, τον τρόπο σκέψης και τα φίλτρα που οι μηχανισμοί αυτοί χρησιμοποιούν για να ληφθούν αποφάσεις.
Η κυβέρνηση επέλεξε να αγγίξει ένα θέμα που, εξ ορισμού, είναι δύσκολο. Όχι μόνο ως προς την μέθοδο προσέγγισης και επίλυσης αλλά, κυρίως, ως προς τα αποτελέσματα που θα προκύψουν, ως προς τις συνέπειες και ως προς τις «παράπλευρες και βασικές απώλειες» που θα δημιουργηθούν. Οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοί δηλώνουν ότι συντάσσονται με τις προθέσεις της κυβέρνησης και, σε θεωρητικό, τουλάχιστον, επίπεδο στηρίζουν τις ενέργειές της. Η πολιτική πραγματικότητα, και για τις δυο μεριές, αγγίζει περισσότερο το ένστικτο επιβίωσης παρά την ύπαρξη επιλογών. Είναι κατανοητό και, συνάμα, ξεκάθαρο ότι η προσπάθεια σύγκρουσης με την διαφθορά αποτελεί μονόδρομο για τους πολιτικούς σχηματισμούς αφού η επιρροή των κέντρων διαπλοκής έχει αφήσει μικρά περιθώρια αυτενέργειας. Γνωρίζουν, ιδιαίτερα η κυβέρνηση που φέρει το δικαίωμα της πρώτης κίνησης, ότι η προσπάθεια αυτή θα επιτρέψει να γίνουν βήματα μπροστά και να αποδειχθούν οι προθέσεις. Ειδικά για την κυβέρνηση, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να ξεφύγει από τον κίνδυνο του απλού διαχειριστή της καθημερινότητας. Είναι πολλοί αυτοί που χαιρετίζουν και υποστηρίζουν, με ένα κρυφό χαμόγελο, αυτή την εξέλιξη αλλά, παράλληλα, προσπαθούν να ελέγξουν τις ελπίδες τους μπροστά στην πιθανότητα, αρκετά σημαντική από ιστορικής άποψης, να μην ικανοποιηθούν οι προσδοκίες τους.
Κάθε πρωί, κάθε λεπτό, χιλιάδες εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και υπάλληλοι, σύννομοι ή μη, σε ολόκληρη την χώρα σπεύδουν στις δουλειές τους. Προσπαθούν να επικεντρωθούν στην εργασία τους, να διασφαλίζουν το εισόδημά τους αλλά δεν παίρνουν την σκέψη τους από την διαπλοκή. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Σε κάθε βήμα, σε κάθε δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την ιδιότητα και την σημαντικότητα των εμπλεκομένων, η διαπλοκή είναι παρούσα. Μάλιστα, όλες οι δραστηριότητες είναι στημένες γύρω από την ιδέα της διαπλοκής και της διαφθοράς. Καμία λογική, κανένας νόμος, καμία κίνηση δεν μπορεί να μην συνοδεύεται από τις σκέψεις αυτές, σε κάθε πιθανή διαβάθμιση-από την πιο ήπια μορφή της μέχρι την πιο δραστική. Πού μπορεί να τις συναντήσει κανείς; Είναι εκεί κάθε φορά που κάποιος πηγαίνει στον γιατρό, στο νοσοκομείο, στην ασφαλιστική εταιρία μετά από ατύχημα, στον μηχανικό για το αυτοκίνητο, σε κάθε είδους επιτροπή, σε διαγωνισμούς, στον λογιστή, στους καθηγητές, στα δικαστήρια, στην εφορεία, στην πολεοδομία, στο σχολείο, στην εκκλησία, στον υπάλληλο του δήμου, στο συνεργείο του ΟΤΕ, στους δικηγόρους, στους εργολάβους, στους πολιτικούς μηχανικούς, μέχρι και στον υπάλληλο της καθαριότητας, μέχρι και στον «καφετζή» του γωνιακού συνοικιακού καφενείου.
Είναι τέτοια η παρουσία της διαπλοκής που, ουσιαστικά, έχει γίνει ένα με το υπάρχον κοινωνικό σύστημα, έχει διαποτίσει τις μονάδες του, έχει κυριαρχήσει στις σχέσεις των μελών του, αναπαράγεται, αλλάζει μορφή, προσαρμόζεται. Βρίσκεται σε κάθε διάσταση. Οριζόντια, μεταξύ ομοιόβαθμών, και κάθετα, σε κάθε διοικητικής μορφής ιεράρχηση. Έχει καταλάβει την ίδια την σκέψη των ατόμων σε τέτοιο βαθμό που, όταν κάποιος επεξεργάζεται ένα πρόβλημα, εκτός από τις ενδεχόμενες λύσεις, θα προσθέσει και αυτή που εκφράζει την διαπλοκή. Θα αποδώσει, δικαίως, στην τελευταία την μεγαλύτερη βαρύτητα αφού αυτή η επιλογή είναι που έχει σημαντικότητα στην σημερινή κατάσταση.
Δύσκολο έργο η ρήξη με την διαπλοκή, δεδομένης της ύπαρξης όχι μόνο της πρόθεσης αλλά και του σθένους για την σύγκρουση. Ευκταίο από την μια, δυσοίωνο από την άλλη. Η πολυπλοκότητα της διαπλεκόμενης καθημερινότητας ανυψώνει εμπόδια σε μια τέτοια προσπάθεια. Η δυσκολία του έργου δεν έγκειται μονάχα σ’ αυτό. Είναι η αμφιβολία και η αγωνία αν η πρόθεση της κυβέρνησης, ουσιαστικά η πρόθεση του κυβερνητικού επιτελείου, θα μεταφερθεί μέχρι την τελευταία βαθμίδα του κάθε σχηματισμού που την υποστηρίζει για να μπορέσει να αγγίξει την κοινωνική βάση, τους ανθρώπους, τον «πολυβασανισμένο» απλό πολίτη. Για μια ακόμη φορά, οι εξελίξεις θα δείξουν και ο χρόνος θα αποδείξει.