Δήμαρχος Κοζάνης και Περιφερειακά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα
Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kozan.gr με αφορμή τις δηλώσεις του Δήμαρχου Κοζάνης σχετικά με τα περιφερειακά εκπαιδευτικά ιδρύματα και την κατάργηση της βάσης του 10.
“Στη κεντρική σελίδα της ιστοσελίδας σας φιλοξενείτε απόψεις του νέου Δημάρχου Κοζάνης σχετικά με δυο συγκεκριμένες επλογές της προηγούμενης κυβέρνησης που αφορούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα κολέγια.
Αρχικά, οι βολές αφορούν την έκδοση επίσημων αδειών σε ιδιωτικά κολέγια όπου το κράτος, πλέον, τα αναγνωρίζει ως εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το θέμα αυτό αποτελεί τεράστιο πολιτικό αγκάθι της ελληνικής πολιτικής σκηνής, με κύριους ενορχηστρωτές, τους φορείς μιας παροχυμένης αλλά, άριστα, συντηρούμενης παλαιοαριστερής αντίληψης όπου δημιουργεί το αίσθημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και, κυρίως, καλλιεργεί κοινωνικές συμπάθειες.
Ίσως να μην ακούγεται έντιμο ή, πολιτικά, σωστό να γίνεται μια τέτοια κίνηση πέντε μέρες πριν τις εθνικές εκλογές, όμως, ως πολιτική κατεύθυνση έχει πολλά θετικά. Όλοι μας γνωρίζουμε την κατάσταση των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: καταλήψεις, απεργίες, απουσία διδακτικού προσωπικού και προγράμματος, αδυναμία προσαρμογής των σπουδών στις ανάγκες της αγοράς, απαξιωμένα πτυχία και νεφελώδη έως ανύπαρκτα επαγγελματικά δικαιώματα, ανυπαρξία εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου. Σε κάποιες περιπτώσεις, σε αυτά τα πολιτικώς «βρώσιμα» περιφερειακά τμήματα, δεν υπάρχουν ούτε αίθουσες διδασκαλίας, ούτε γραμματείες και καθηγητές.
Η απόφαση για αναγνωρισμένη από το κράτος της ιδιωτικής εκπαίδευσης οδηγεί: (1) στη μεταφορά του ελέγχου των ιδιωτικών πανεπιστημίων-κολλεγίων από το υπουργείο που ασχολείται με το εμπόριο και την αγορά στο υπουργείο που ασχολείται με θέματα παιδείας, (2) σε απόφοιτους-επαγγελματίες σε γνωστικά αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τις ανάγκες της αγοράς, συμβάλλοντας στη μειώση της ανεργίας, χωρίς να προσφέρεται μια θεωρητική και αμφίβολη κατάρτιση των φοιτητών, όπως συμβαίνει, για πάραδειγμα με τα τμήματα ιχθυοκαλλιέργειας και κλωστοϋφαντουργίας, (3) στην, εκ των πραγμάτων, ρεαλιστική αναβάθμιση των δημόσιων ιδρυμάτων, (4) στην αναβάθμιση της δύναμης του πολίτη, διότι, τη στιγμή που καταβάλει δίδακτρα, μπορεί να απαιτήσει ποιότητα, να ελέγξει τη συνολική υποστήριξη που προσφέρεται (γραφεία εύρεσης εργασίας, συμπληρωματικά σεμινάρια, βιβλιοθήκες, εστίες, συνεπές εκπαιδευτικό πρόγραμμα), να απαξιώσει κολέγια που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του και, τέλος, να τα οδηγήσει εκτός αγοράς.
Το δεύτερο θέμα που προτάσσεται στην επιστολή του κ. Δημάρχου έχει να κάνει με τη θέσπιση της βάσης του 10 για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση με το σκεπτικό ότι «...οδήγησαν εκτός ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεκάδες χιλιάδες ελληνόπουλα» και «…απαξίωσαν και ερήμωσαν όλα τα περιφερειακά ΤΕΙ…». Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η θέση έχει πολιτική ή, τοπικά, οφελημιστική βάση.
Η μείωση της βάσης εισαγωγής οδηγεί σε περισσότερους φοιτητές στα τμήματα, φέρνει περισσότερο κόσμο στις πόλεις, αυξάνει την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών στην ευρύτερη περιοχή, δίνει ανάσα πνοής στις τοπικές επιχειρήσεις και στην ακίνητη περιουσία. Ως πολιτική θέση, όμως, δοκιμάζει την ποιότητα της δημοκρατίας, την ικανότητα οραματισμού των πολιτικών, την ειλικρίνειά τους απέναντι στη νέα γενιά και τα κίνητρά τους.
Όταν μειώνονται τα κριτήρια εισαγωγής, (1) απαξιώνεται το εκπαιδευτικό σύστημα διότι, όταν υπάρχουν φοιτητές που δε γνωρίζουν τα βασικά στον τομέα που θέλουν να εμβαθύνουν, η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι «ανώτατη», ούτε καν «ανώτερη», (2) ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα παρασύρεται σε χαμηλές επιδόσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών και, εν τέλει, σε απόφοιτους με «μια ιδέα» γνώσεων-όχι με κατάρτιση, οι οποίοι αναζητούν εργασία σε ένα περιβάλλον τόσο πιεστικό, όπως ο σημερινός ελληνικός εργασιακός χώρος, (3) ασκείται, στα χαρτιά και τους δείκτες, έλεγχος της ανεργίας, αλλά δημιουργούνται σοβαρές συνέπειες για μια ολόκληρη γενιά: η επιμήκυνση και αναβολή της αναζήτησης εργασίας «στοιχίζει» σε εργασιακή εμπειρία, σε εισοδήματα, σε χρόνο πραγματικής ασφάλισης, σε συνταξιοδοτικά δικαιώματα (αν υπάρξουν), ακόμη και στην ολοκλήρωση της ίδιας της προσωπικότητας του υποψηφίου.
Εκείνο που περιμένει κανείς από την τοπική αρχή μιας πόλης που φιλοξενεί ένα μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών τμημάτων και αρκετούς φοιτητές, όπως η Κοζάνη, είναι να αγωνιστεί προς την κατεύθυνση της πραγματικής αναβάθμισης του συνόλου της παιδείας στη χώρα, στη δημιουργία λίγων, ελκυστικών και βιώσιμων τοπικών τμημάτων που θα φέρουν φοιτητές υψηλού επιπέδου, τόσο ακαδημαϊκά όσο και ως προσωπικότητες, και θα δημιουργήσουν αποφοίτους ικανούς να στελεχώσουν τοπικές επιχειρήσεις, να συμβάλουν στην αύξηση του τοπικού πλούτου μέσω της εργασίας τους και των ικανοτήτων τους. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι τοπικές αρχές, επίσης, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πόλη φιλόξενη για τους εργαζόμενους-απόφοιτους, «μια πόλη που θέλεις να ζήσεις» επειδή σε καλύπτει επαγγελματικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Γιάννης Κουράκλης”